- προσεπαιτιώμαι
- -άομαι, Ακατηγορώ περισσότερο κάποιον μαζί με άλλους, προσυπογράφω μαζί με άλλους κατηγορίες εναντίον κάποιου («προεπαιτιάσασθαι τὸν Φάβιον ὡς...», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπαιτιῶμαι «κατηγορώ, επιρρίπτω ευθύνες»].
Dictionary of Greek. 2013.